Στον τοίχο ένα ημερολόγιο μικρό με κάτι άθλια τετράστιχα στην πίσω πλευρά της κάθε μέρας.
Χώρος συνάντησης για όσους αγαπούν να διαβάζουν και να γράφουν!
|
|
|
e-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Στον τοίχο ένα ημερολόγιο μικρό με κάτι άθλια τετράστιχα στην πίσω πλευρά της κάθε μέρας.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πριγκίπισσα. Ξανθομαλλούσα και ροδομάγουλη. Ψηλή και λυγερή. Πεντάμορφη. Στο κεφάλι φορούσε ολόχρυση κορώνα, στα χέρια βραχιολάκια και στη δαχτυλιδένια της μέση, ζώνη φαρδιά κεντημένη με πολύτιμα πετράδια.Το πιο εντυπωσιακό πράγμα όμως πάνω της ήταν το γαλάζιο της φουστάνι. Φίνο μετάξι πλουμιστό με ψιλό μαργαριτάρι. Τον κόσμο ολόκληρο είχε πάνω του. Τον ουρανό με τα άστρα. Τη θάλασσα με τα ψάρια. Τον κάμπο με τα λουλούδια…
Η πρώτη του δουλειά μόλις βγήκε στη σύνταξη και κατακάθισε στη στεριά, ήτανε να κάμει κοτέτσι...........
Έτσι ονόμαζε ο Χριστουγεννιάτικος Παπαδιαμάντης τους ύμνους των γιορτών, που τους έψαλλε από παιδί, στα Βυζαντινά αναλόγια του νησιού του.
Η αλόγιστη χρήση της τεχνολογίας έχει εισβάλλει για τα καλά στις ζωές μας μα και στις προσωπικές μας στιγμές. Κάποιες στιγμές, γίνεται όπλο στα χέρια εκείνων που από τη θέση της όποιας «εξουσίας» τους δίνει η αναγνωρισιμότητα, οι διασυνδέσεις, η πρόσκαιρη φήμη, η θέση, η οικονομική κατάσταση ή το κοινωνικό status, εκμεταλλεύονται κι ασχημονούν σε ανθρώπινες υπάρξεις.
Μίλησε πρώιμα, ως φαίνεται. Σα φιγούρα γκροτέσκο που απλά κουνάει τα χείλη. Ο αόρατος υποβολέας, με παιδικίζουσα φωνή, «διαφημίζει» τα αγαθά και τις παροχές της τεχνολογίας. Κινητής, ακίνητης και ασυγκίνητης.
Σκοτείνιασαν τα μάτια μου. Η πόλη, λουφάζει. Τα βήματα των περαστικών, αλαργεύουν. Σταγόνες βροχής είναι άραγε ή νιφάδες απαλές, που λούζουν τα μαλλιά μου;
Συνεχείς και με διαδοχή οι αγροτικές δουλειές στα χωριά. Οι καλλιέργειες πολλές και εποχιακές, όλα έπρεπε να γίνουν στην ώρα τους μην πάρει η μιά καβάλα την άλλη όπως σωστά λέγαν οι παλιοί.
Τριακόσια μέτρα περίπου ήταν η απόσταση από την δέση του Φουρνιώτικου ρέματος κάτω απ' το καλύβι του Κατσίκα, μέχρι το περβόλι με τα λεμονόδενδρα τις πορτοκαλιές, τις μανταρινιές στα " μοναστηριακά".
Ρώτησα τους περίοικους, μην τον είδανε. Πέρασα από όλα τα μαγαζιά της παραλιακής, μα δεν υπήρχε ψυχή εκεί να μου απαντήσει. Έτρεξα στην Αστυνομία και ζήτησα να γίνουν έρευνες. Μίλησα με τους διασώστες, μήπως στις αναζητήσεις τους ανάμεσα στα ερείπια, τον βρήκαν κάπου ημιθανή.