Λογοτεχνικό Εργαστήρι

«Το σαράκι» της Νίτσας Κιάσσου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πριγκίπισσα. Ξανθομαλλούσα και ροδομάγουλη. Ψηλή και λυγερή. Πεντάμορφη.

Στο κεφάλι φορούσε ολόχρυση κορώνα, στα χέρια βραχιολάκια και στη δαχτυλιδένια της μέση, ζώνη φαρδιά κεντημένη με πολύτιμα πετράδια. Το πιο εντυπωσιακό πράγμα όμως πάνω της ήταν το γαλάζιο της φουστάνι. Φίνο μετάξι πλουμιστό με ψιλό μαργαριτάρι. Τον κόσμο ολόκληρο είχε πάνω του. Τον ουρανό με τα άστρα. Τη θάλασσα με τα ψάρια. Τον κάμπο με τα λουλούδια… Να έτσι ακριβώς όπως λένε τα παραμύθια.

Η πριγκίπισσα δεν ήταν μόνη. Στο πλάι της ακοίμητος φρουρός ο σύντροφός της. Πρίγκιπας κι αυτός. Με ωραίο τρίκωχο καπέλο κι από κάτω μαύρα μαλλιά που του κατέβαιναν ως τους ώμους. Φορούσε μανδύα βυσσινί μακρύ ως τους αστραγάλους, άσπρο πουκάμισο και σκούρο μπλε παντελόνι. Στη μέση του ζωσμένο κοντό σπαθί κι ένα βούκινο. Κυνηγός θα ήταν ως φαίνεται.

Το ωραίο ζευγάρι στεκόταν κάτω από ένα φουντωτό δέντρο. Τι να έλεγαν άραγε; Μικροί μεγάλοι σ εκείνο το σπίτι στεκόταν και τους χάζευαν προσπαθώντας να φανταστούν την ιστορία τους. Μια ιστορία άγνωστη, που όμως άφηνε τη φαντασία ελεύθερη να τη μαντέψει κι αν δεν της άρεσε να την αλλάξει . Και πάλι να τη χαλάσει και να κάμει μια καινούργια…

Επειδή το ωραίο ζευγάρι των πριγκίπων δεν ήταν παρά ένα μεγάλο κάδρο κεντητό που κρέμονταν πάνω από τον μπουφέ της τραπεζαρίας…..

Στο σπίτι όλοι νομίζουν πως η βασιλοπούλα και ο σύντροφός της δεν είναι παρά ένα εργόχειρο. Μια παλιά εικόνα που η κεντήστρα έβγαλε τα ματάκια της στο φως του λυχναριού και χιλιοτρυπούσε μερόνυχτα τα χεράκια της για να την τελειώσει. Ξεχνούν ωστόσο πως όλες οι ζωγραφιές σκοπό έχουν ανάμεσα στ άλλα να κρατήσουν κάποια πρόσωπα αθάνατα. Έτσι λοιπόν η βασιλοπούλα και ο σύντροφός της είναι σίγουροι πως δεν θα πεθάνουν ποτέ. Ούτε και θα τους κουνήσει κανείς από τη θέση τους. Γιατί άλλωστε; Μια ολόκληρη ζωή εκεί, τα βλέπουν και τ ακούνε όλα. Μια ζωή μόνο; Μυστικά δεν υπάρχουν στην οικογένεια…. Εκείνη μάλιστα σαν καλομαθημένη και ψηλομύτα που είναι, δεν παραλείπει να κάνει κριτική σε όλα. Κι όπως η τύχη τα φερε να είναι και σε τέτοιο τόπο, οι ευκαιρίες δεν λείπουν. "Κοίτα πως τρώνε" σκουντάει τον σύντροφό της συχνά. Και μόλις πετάξει το καρφάκι της παίρνει το συνηθισμένο ρομαντικό ύφος που της χάρισε ο δημιουργός της και κάνει την ανήξερη.

"Μα κανείς δεν τους έμαθε τρόπους λοιπόν;" Η βασιλοπούλα συνεχίζει στο παραμικρό στραβάδι να σουφρώνει το μυτάκι της, να στραβώνει το στόμα ή ν ανασηκώνει το ένα φρύδι της με αποδοκιμασία. Ο σύντροφός της πάντως κοιτάζει αφηρημένος απέναντι και δεκάρα δεν δίνει για τα όσα αηδιάζουν την συντρόφισσά του.

"Αν είναι ποτέ δυνατόν να γίνονται τέτοια πράγματα" αγανάκτησε η βασιλοπούλα μια μέρα που είδε με τα ίδια της τα μάτια ένα παιδί να τρώει το κοτόπουλο με το χέρι. Κι έκανε μια τόσο απότομη κίνηση που η κορώνα κόντεψε να πέσει από το κεφάλι της. Ο σύντροφός της τσιμουδιά κι αδιαφορία.

Κι έτσι πέρασαν χρόνια πολλά. Μπορεί και αιώνας. Στην ίδια τραπεζαρία με τα πρόσωπα ν αλλάζουν διαρκώς. Να μεγαλώνουν τα παιδιά, να γερνούν οι μεγάλοι. Κάποιοι να χάνονται και να εμφανίζονται καινούργιοι. Η βασιλοπούλα κι ο πρίγκιπας πάντως δεν γερνούν. Παραμένουν νέοι, ωραίοι και στολισμένοι. Κουτσομπόλα η μια κι αδιάφορος ο άλλος. Η ζωή τους ωστόσο δεν ήταν καθόλου βαρετή. Σαν να παρακολουθούσαν ταινία του σινεμά ένα πράγμα. Γιατί τη ζωή στην τραπεζαρία, μόνο μονότονη δεν θα την έλεγε κανείς. Πρωί, μεσημέρι και βράδυ, καθημερινές και σχόλες, πράματα και θάματα γινόντουσαν γύρω από το τραπέζι.

"Τυχεροί είμαστε" έσπαζε κάπου κάπου τη σιωπή του ο λιγόλογος πρίγκιπας που του άρεσε να μαθαίνει για την πολιτική του τόπου. "Κολοκύθια" απαντούσε στριφνά η πεντάμορφη. Κι εκτός από τους τρόπους, συχνά πυκνά κορόϊδευε και το ντύσιμο των ανθρώπων. Επειδή όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και πιο φτωχικό, όλο και πιο άχαρο της φαινόταν. Και δεν ταίριαζε καθόλου με τα γούστα της.

Το ζευγάρι του κάδρου μεγάλες στεναχώριες δεν είχε. Το μυαλό τους δεν πήγαινε πέρα από το δωμάτιο. Εκεί ήταν ο κόσμος τους όλος. Κι επειδή δεν είχαν ιδέα από κίνδυνο, φαντάζονταν πως η θέση τους πάνω από τον μπουφέ της τραπεζαρίας θα ήταν αιώνια. Όσο θα στεκόταν όρθιο το σπίτι κι όσο θα το κατοικούσαν οι άνθρωποι. 'Ετσι λοιπόν, όπως ήτανε και οι δυο τους απασχολημένοι αποκλειστικά με την καθημερινότητα, χαμπάρι δεν πήραν το σαράκι, ένα πλασματάκι σχεδόν αόρατο, που τρυπώνει στα κρυφά παντού και που ακόμα πιο κρυφά αρχίζει το ροκάνισμα... Το συγκεκριμένο σαράκι πάντως είχε μεγάλη περιέργεια κι ακόμα μεγαλύτερη πονηριά. Ήταν ένα ύπουλο σαράκι….

Στην αρχή σεργιάνισε με την ησυχία του την κορνίζα του κάδρου, σαν σωστός κατάσκοπος. Έψαξε για κρύπτες και για κρυφές πόρτες. Για τίποτα καταπακτές και καμουφλαρισμένα ανοίγματα. Δεν βρήκε απολύτως τίποτα. Απογοήτευση. Κι από πού θα έμπαινε το λοιπόν μέσα σ αυτόν τον φανταχτερό κόσμο που τόσο λαμπύριζε, αφού τον προστάτευε το αδιαπέραστο γυαλί; Οι μέρες του φάνηκαν αιώνες. Και οι νύχτες. Επειδή το σαράκι ποτέ δεν κοιμάται. Μόνο παραμονεύει. Μια τρυπούλα, ένα ανοιγματάκι τόσο δα… Ίσα ίσα να χωρέσει και να κάνει τη δουλειά όπως εκείνο μόνο την ξέρει. Ώσπου μια ωραία μέρα που ο ήλιος έλαμπε τόσο πολύ που τίποτα δεν άφηνε αφώτιστο, είδε επιτέλους μια χαραμάδα. Ένα πέρασμα όσο μια τρίχα… Με βάσανα και κόπους πέρασε μέσα το κορμί του. Κι ύστερα ξετρελάθηκε απ τους θησαυρούς. Απ το χρυσάφι και τα μετάξια. Απ το ασήμι και το μαργαριτάρι. Εκείνο όμως που το γέμισε αληθινή χαρά ήταν το γαλανό φουστάνι. Ο ουρανός με τα άστρα. Ο κάμπος με τα λουλούδια. Η θάλασσα με τα ψάρια. Όρμησε πάνω του κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά.

Οι μέρες περνούσαν..Και οι μήνες...Το σαράκι είχε μετακομίσει προ πολλού. Τώρα πια ροκάνιζε τη στόφα μιας πολυθρόνας. Το κάδρο πάντως εξακολουθούσε να κρέμεται στην ίδια θέση. Τίποτα δεν έδειχνε να έχει αλλάξει. Αν όμως πλησίαζε κανείς πιο κοντά θα έβλεπε εκατομμύρια τρύπες παντού. Αν πλησίαζε… Σ αυτόν τον κόσμο όμως λένε πως τίποτα δεν μένει κρυφό. Κάποτε ήρθε και η ώρα του ξεσκονίσματος. Η νοικοκυρά άνοιξε πόρτες και παράθυρα. Στην τραπεζαρία όρμησαν ηλιαχτίδες σαν στρατός. Λεφούσι σωστό. Πολιόρκησαν τα πάντα. Τις απλωσιές, τις γωνιές, το ταβάνι, τις χαραμάδες, τα ψηλά και τα χαμηλά. Κάποια στιγμή κοντοστάθηκαν και στο βασιλικό ζεύγος. ¨Σκόνη παντού" γκρίνιαζε η γυναίκα. Πήρε ένα φτερό και πήρε να φτερουγίζει. Πόντο δεν άφησε, ώσπου έφτασε και στο κάδρο. Σε μια στιγμή στάθηκε και το κοίταζε συγκινημένη. Ίσως να πήγε ο νους της στην κεντήστρα που έβγαλε τα ματάκια της και χιλιοτρύπησε τα χεράκια της για να το φτιάξει. Μπορεί και να θαύμασε που την εικόνα δεν την άγγιζε ο χρόνος…. Μια ηλιαχτίδα σκόνταψε και λαμπύρισε πάνω στο μάγουλό της. Μα τι είναι αυτό; Ένα δάκρυ;

Το φτερό δεν έφτανε το μπόγι της κορνίζας. Βγήκε από την τραπεζαρία κι όταν επέστρεψε κουβαλούσε μια σκάλα. Ανέβηκε ένα ένα τα σκαλιά κι όταν έφτασε..τι κρίμα… Και τι καταστροφή… Σκούπισε το δάκρυ. Το τίναξε πέρα. Ξεκρέμασε την κορνίζα, την κατέβασε. Κι ύστερα μαζί με τη σκάλα την έκλεισε στην αποθήκη. Στο μυαλό της πια η αδειανή θέση στον τοίχο που με κάτι άλλο θα έπρεπε να γεμίσει. Πολύ της κακοφάνηκε η κλεισούρα της βασιλοπούλας. Δεν ανατριχιάζει πια με τίποτα, δεν τινάζεται και δεν κινδυνεύει επομένως η κορώνα της. Ούτε σκουντάει κάθε τόσο τον σύντροφό της που κοιτάζει πλέον το κενό και νέα δεν έχει από την πολιτική του τόπου. Απ το μυαλό της έχουν αρχίσει να περνάνε πολλά και σπουδαία πράγματα. Συλλογίζεται τι είχε και τι έχασε. Την αθανασία πρώτα πρώτα που την είχε σίγουρη. Και την περίοπτη θέση πάνω από τον μπουφέ. Αναρωτιέται σε τι τάχα έφταιξε, μα κυρίως πως θα μπορούσε ν αντιμετωπίσει κανείς μέσα από την ακινησία του ένα ύπουλο, ένα τόσο δα παντοδύναμο σαράκι. Σκέφτεται… σκέφτεται… Μα ούτε μια στιγμή δεν περνάει από το μυαλό της το αμάρτημα, η δίκαιη τιμωρία της κι ο αφανισμός της. Μοιρολογάει ασταμάτητα και κλαψουρίζει. Κι έχει μια φούρκα ατέλειωτη που δεν μπαίνει ούτε μια αχτιδούλα τόση δα στην αποθήκη για να μπορεί να βλέπει η κακομοίρα- μιας και είναι αθάνατη- τα ψεγάδια της τάξης και τούτων πια των πραγμάτων.

©2025 Idyli. All Rights Reserved. Powered by New Age IT