Είναι παράξενα τα τάματα των ναυτικών και οι βρισιές τους αλλόκοτες πολλές φορές για όσους η αλμύρα δεν άγγιξε....
Όχι δεν είχε κάμει τάμα σαν κείνο το παλληκάρι που πάνω στον χαλασμό του χαμού, της καταιγίδας, χρόνους παλιούς που ιστορούν οι ναυτικοί στον Άγιο των θαλασσών έταξε: όσα τα δόντια της τόσες φορές οι χαρές που θα δινε στην πρώτη γυναίκα που θα συναντούσε σαν πάταγε ζωντανός στεριά.
Σώθηκε και ξημέρωμα γιαγιά θεοσεβούμενη πρώτη αντάμωσε στο διάβα του, που στην επίκληση του τάματος στον Άγιο ενέδωσε.
Το εκπλήρωσε και το παλληκάρι, ισάριθμες φορές όσα τα λιγοστά της δόντια.
Ανακουφισμένος πολλαπλά σηκώθηκε να φύγει άρον-άρον μα η γριά πίσω τον έκρινε πως είχε δυό--τρείς ριζούλες ακόμα!
Μα τάμα οφειλόμενο ένοιωσε πως εκπλήρωσε κι' ο νεαρός ανθ/ρχος.
Τάμα εξιλέωσης για αμαρτίες άλλου το προηγούμενο βράδυ.
Ανέκδοτα που δεν είναι ανέκδοτα στο μεγάλο και παρεξηγημένο ζύμωμα των απροόπτων της ζωής.
Απ' την πρώτη βραδιά πάντα στο ίδιο "σπίτι" που ιδιαίτερα καθαρό και φροντισμένο έδειχνε. Μακριά απ' τον περίγυρο του λιμανιού της μπόχας.
Στον χώρο της υποδοχής, στην "βιτρίνα" πάντα δεκάδες δροσερά κορίτσια, άγουρα τα περισσότερα κι' αμέτρητα τα δωμάτια που την ηδονή της πληρωμένης συντροφιάς αναζητούσαν οι πελάτες. Ναυτικοί οι περισσότεροι.
Μικρός κι' αχόρταγος όπως όλοι οι νέοι. Το άδειασμα της τσέπης ήταν το μόνο φρένο που έφερνε την σύνεση και εγκράτεια.
Η πρώτη βδομάδα κύλησε έτσι. Βάρδια 12ωρη στην φόρτωση μόνο μέρα, ρυθμοί χαλαροί. Το πολύ-πολύ κανένα σιφτάρισμα στον ντόκο.
Τα βράδια στέκι του το "σπίτι" , ποτό πειράγματα και με ολονύχτια διαφορετική συντροφιά τον έβρισκε το ξημέρωμα. Λιμάνι βολικό της φτήνιας.
Το προηγούμενο βράδυ στο δώμα τον οδήγησαν. Σε κάμαρα μεγάλη, αλλιώτικη κι' όχι μπουρδέλου έμοιαζε.
Κατοικήσιμη και όμορφα αν και λιτά επιπλωμένη.
Το κορίτσι μέχρι την πόρτα τον οδήγησε και τον έσπρωξε μέσα. Φεύγοντας έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Στο χαμηλόφως απέναντι, κείνη την γνωστή φιγούρα διέκρινε με την περήφανη κορμοστασιά, που κάθε βράδυ απέναντι του ένοιωθε επίμονα να τον κοιτά.
Με αυστηρό βλέμμα πάντα, που στο πέρασμά της τα "κορίτσια" διακριτικά το κεφάλι έσκυβαν.
Η "μαμασά", έτσι την αποκαλούσαν, την κυρά κι' αφέντρα του "σπιτιού" που τα πάντα επιτηρούσε και ρύθμιζε. Για όλα το κουμάντο πάνω της.
Μέσης-προχωρημένης ηλικίας αγέλαστη, ψηλή κι' αδύνατη. Μαλλί μακρύ γκριζόμαυρο που φροντισμένα πάντα σκέπαζε η μαντήλα.
Πρόσωπο αρχοντοσμυρνιάς, σαν καρτ- ποστάλ ασπρόμαυρο άλλων εποχών.
Μεγάλη ομορφιά σίγουρα θά 'χε χαθεί στο διάβα των χρόνων.
Ανάλαφρα ντυμένη απόψε, με πρόσωπο αλλιώτικο πιο ανθρώπινο και ζεστό σαν τον κάλεσε σιμά της.
Ευάλωτη έδειχνε!
Του 'γνεψε να πιούν. Μετά το τρίτο ποτήρι άρχισε να μιλά.
Εξομολόγηση ψυχής, λυτρωτική που χρόνους πολλούς καρτέραγαν τα λόγια της.
Μικρή πολύ είχε γνωρίσει τον Έλληνα, η ιστορία της. Τον πρώτο άντρα της ζωής της.
Αυτόν που στο πρόσωπό του ταύτισε απόψε. Τού 'μοιαζε έλεγε, αλήθεια η ιδέα της, ποιος ξέρει;
Σε βαπόρι γραμμής ο Μενέλαος, έτσι τον έλεγαν. Στα Liberty μεταπολεμικά της "Ελληνικής". Συχνά , πυκνά Καλκούτα έπιαναν, genaral cargo τα φορτία.
Κι' ο ερωτάς τους μεγάλος εξομολογήθηκε.
Μόνη της γέννησε κι' όταν στο επόμενο ταξίδι του παρουσίασε το παιδί, εκείνος αρνήθηκε την πατρότητα και την ίδια. Δεν τον ξανάδε τα λεγόμενά της.
Αναγκαστικά στο αρχαιότερο επάγγελμα έσπρωξε τα νιάτα της. Μόνη της μ 'ένα παιδί που μεγαλώνοντας τό 'χασε σαν μπάρκαρε με Εγγλέζικα βαπόρια, αναζητώντας τον άγνωστο Έλληνα πατέρα.
Η μπουκάλα άδειαζε σιγά-σιγά, τα μάτια της δακρυσμένα πιά, ικεσία βουβής κραυγής.
Κάτι έστω λιγοστό απ' τον μεγάλο χαμένο ερωτά της αποζητούσε κείνο το βράδυ και σίγουρα το βρήκε.
Χαράματα σηκώθηκε ο ανθ/χος και ντύθηκε γοργά. Σιγά την πόρτα άνοιξε, σαν τον κλέφτη να φύγει.
-Μενέλαε σ' ευχαριστώ που γύρισες, άκουσε την πνιγμένη σε λυγμούς φωνή της πίσω του.
Δυό-δυό τα σκαλιά κατέβηκε, τρεχάλα φυγής. Μούσκεψαν παπούτσια και μπατσάκια στα βρομόνερα του δρόμου. Κυνηγημένος ένοιωθε, δρόμος μακρύς κι' ομίχλη.
Κόλλαγαν τα ρούχα πάνω του, μαλλιά και μέτωπο βρεγμένα. Πνιγηρός καιρός των θερινών μουσώνων!
Στην τελευταία βαθιά ρουφηξιά κάηκε και το φίλτρο του KENT.
Πικρίλα σκέπασε την γεύση του φτηνού κραγιόν στα χείλη του, ανακούφιση.
Τι ήταν κι' αυτό που έζησε απόψε μόνο αναλογίστηκε.
Θολωμένο κεφάλι και βαρύ, σκέψεις ανάκατες, συναίσθημα πρωτόγνωρο.
Το μάτι του στο seiko το πεντάρι της εμπιστοσύνης που πάντα φόραγε τότε, άργησε και moto-taxi αναζήτησε. Δεν ήθελε δικαιώματα να δίνει.
Οι μαούνες ήδη είχαν πλευρίσει το βαπόρι, γεμάτες τόπια βαριά λινάτσας που απ' τη ενδοχώρα κουβαλούσαν στο δέλτα του Γάγγη. Νέα Ορλεάνη ο προορισμός. ( NOLA)
Οι μπίγες στην κουβέρτα τρίζοντας έπαιρναν θέση, γοργά τον γκαγκουέη ανέβηκε.
Στον καθρέπτη μπροστά του ο γραμματικός. Η ταλαιπωρημένη φάτσα θα τον πρόδωσε!
-Τράβα κοιμήσου μέχρι να συνέλθεις, του πέταξε γελώντας σαν παλιά καραβάνα εκείνος θα μείνω εγώ στο πόδι σου. Τα ρούχα βιαστικά στον καναπέ της ευρύχωρης καμπίνας ακούμπησε, βαριά πάνω του τά νοιωθε όπως κι' οι σκέψεις του.
Με whisky το ποτήρι γέμισε, ταραχή δεν είχε ύπνο.
Στη γραφομηχανή από χθές περασμένες οι κόλλες λευκές, είχε Crew lìst να ετοιμάσει για το επόμενο λιμάνι. Μηχανικά τους χαρακτήρες στα Αγγλικά άρχισε να χτυπά.
Master...............
Chièf officer...............
Second officer Menèlaos.....
Ταράχτηκε απ' την άκαιρη ταύτιση του φευγάτου και θολωμένου ακόμα μυαλού.
Το blanco γρήγορα απ’ το συρτάρι τράβηξε κι' έσβησε αχνογελώντας το όνομα απ’ το χαρτί, μα και τα χθεσινοβραδινά απ' την σκέψη του σαν λυτρωτικά ο ύπνος τον παρέσυρε ξαφνικά κει που καθόταν.