Εκείνο το Δωδεκάμερο έμοιαζε πως θα πέρναγε ίδια κι απαράλλακτα με τα προηγούμενα.
Ετοιμασίες. Δεμάτια με κλαδιά στο στόμα του φούρνου της αυλής, λεκάνες και ζυμώματα, καρύδια και σορόπια κι ένα δεντράκι αστραφτερό πάνω στη ραπτομηχανή που παροπλίζονταν τις μέρες εκείνες και χουχούλιαζε κάτω από τα βαμβάκια, τις αράχνες και το τραπεζοκαρέ με την Κοκκινοσκουφίτσα, το λύκο και τα έλατα σε τέσσερα πανομοιότυπα μοτίβα.
Λεπτοδουλειές… Τα γλυκά και τα ψωμιά, το μετρητό πάνω στον καμβά, τα στολίδια τα χιονοπλούμιστα που έσπαγαν στην παραμικρή πίεση κι έκοβαν σαν ξυράφια, τ’ αγγελούδια και τ’ αστέρια τα χρυσά, κάτι καμπανούλες τόσο λευκές που νόμιζες πως ήταν από καντιοζάχαρη κι εκείνα τα φωτάκια- μαργαρίτες που δεν αναβόσβηναν, ούτε κι έπαιζαν μουσική, παρά έφεγγαν αμυδρά κάτω από τους ιστούς, έβαφαν πολύχρωμες τις τουλούπες από το βαμβάκι και φώτιζαν στοιχειωδώς τη χάρτινη φάτνη που από το άνοιξε κλείσε πια είχε παραμορφωθεί σε τέτοιο βαθμό που οι πρωταγωνιστές της είχαν καταντήσει αγνώριστοι .
Δωράκια κάτω από το δέντρο δεν έβαζε κανείς. Οι άνθρωποι είχανε τότε διαφορετική αντίληψη γύρω από αυτά. Ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον άλλωστε αφού το τραπεζάκι της ραπτομηχανής ίσα ίσα λίγες κάρτες χώραγε, έναν μικρό Αγιοβασίλη και τον ασημοβαμμένο κουβά με την άμμο που στους κόκκους της ανάμεσα μπήγαμε τον κορμό. Εκείνες τις μέρες τις μικροχαρές του κανείς τις αναζητούσε στο μπακάλικο και καθόλου στον ουρανοκατέβατο παππούλη αν δεν με απατά η μνήμη μου. Η παιδική, μεγάλη, ομολογουμένως καρδιά είχε αποδεχτεί το γεγονός πως στα μικρά χωριά ποτέ δεν προλαβαίνει ο Άγιος να φτάσει και κάθε χρόνο υπέμενε στωικά την παράλειψη δείχνοντας την πρέπουσα κατανόηση. Μπαλόνια και φλογέρες λοιπόν στα ράφια του παντοπωλείου, πιστολάκια και κουκλιά, ντέφια, σφεντόνες, κουμπαράδες, σβούρες και βώλοι, καμιά ντενεκεδένια κιθάρα πότε πότε και κάτι κουραμπιέδες τυλιγμένοι σε ρυζόχαρτο που έχουν μείνει αλησμόνητοι… Δεν θυμάμαι πως έγινε εκείνη την βραδιά. Δεν θυμάμαι καν αν ήταν παραμονή Χριστουγέννων ή Πρωτοχρονιάς κι αν είχε προηγηθεί κάποια απαίτηση, κανένας καυγάς τρικούβερτος από αυτούς που φέρνουν τους μεγάλους σε απόγνωση ή μια μικρή επανάσταση έστω. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως από το πουθενά σε κάποιο νυχτέρι με γιορτινή ατμόσφαιρα λόγω του δέντρου και μιας σχετικής μουσικής που ακούγονταν απαλά από το ραδιόφωνο, εμφανίσθηκε το μαντολίνο κι απιθώθηκε στα χέρια μας.
Τι έκπληξη. Ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς πως ως τότε ήταν ένα αντικείμενο φάντασμα θα μπορούσα να πω, αφού το ακούγαμε κάποτε μέσα στον ύπνο μας, αλλά στον ξύπνιο δεν το είχαμε δει ποτέ μας. Το είχαμε αναζητήσει ματαίως βέβαια πολλές φορές αναστατώνοντας ντουλάπες, συρτάρια, κασέλες κι όλες τις κρυψώνες του σπιτιού δίχως να ξέρουμε καν πως ήταν ή τουλάχιστον με τι έμοιαζε. Αναγκαστήκαμε ωστόσο να εγκαταλείψουμε γρήγορα τις προσπάθειες επειδή όσο να πεις αυτές είχανε κι ένα κόστος κι εμάς μας βόλεψε τελικά μια χαρά το να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως η πηγή εκείνης της μουσικής που μας χάιδευε κατά καιρούς τ’ αυτιά, είχε μάλλον ουράνια προέλευση. Κάπως σαν τη μελωδία ας πούμε που συντρόφευε το Θείο Βρέφος στη Φάτνη…
Ήταν γιατί τότε δεν ξέραμε…
Δεν υποψιαζόμασταν μια ολόκληρη ιστορία. Πως η μάνα μας δηλαδή, που μόνο πάνω από την κατσαρόλα ή τη σκάφη την είχαμε δει σκυμμένη, ήξερε να παίζει μαντολίνο από μικρό παιδί, πράγμα κάπως σπάνιο για μια κοπέλα του χωριού. Αιτία ο πατέρας της που αγαπούσε τη μουσική και τα ωραία πράγματα και που η δουλειά του απαιτούσε να ταξιδεύει συχνά, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως.
Ο παππούς αγαπούσε πολύ τη μοναχοκόρη του κι όπως ακριβώς στα παραμύθια σε κάθε ταξίδι τη ρωτούσε τι τάχατες θα ήθελε να της φέρει… Κι όσο εκείνη, που τα μάτια της δεν είχαν δει και πολλά, του ζητούσε απλά και συνηθισμένα πράγματα, τόσο αυτός έψαχνε όλο και με περισσότερο πάθος και πείσμα το ιδιαίτερο και το σπάνιο.
Έτσι, σε ανύποπτο χρόνο, της είχε κουβαλήσει μια ψιλοδουλεμένη βελονοθήκη σε σχήμα αυγού με κατακόκκινη φουντίτσα στο πάνω μέρος, σφραγίδες και δικέφαλους για τα πρόσφορα, μια τενεκεδένια σχολική τσάντα χρυσαφιά που πρόδινε ωστόσο βροντολογώντας τις αμάδες που τρύπωνε αυτή μέσα στα βιβλία της, ένα συναξάρι παμπάλαιο που ψάρεψε στον πάγκο ενός παπουτσή τη στιγμή που εκείνος του μαδούσε τα φύλλα για να κόψει πάτους για φαρδιά πατούμενα, κομμάτι ύφασμα από αντίσκηνο της Μέσης Ανατολής κι ένα άλλο από εγγλέζικο αλεξίπτωτο που αγόρασε από έναν ανάπηρο πολέμου, μια μισοκαμένη εικόνα που περιμάζεψε από ένα ρημαγμένο σπίτι, ένα ασημένιο αλογάκι που το κόλλησε με κερί αργότερα πάνω στην εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους όταν αρρώστησε το αληθινό και άλλα πολλά περίεργα…
Το πιο ωραίο από τα δώρα του πάντως ήταν το μαντολίνο. Ένα αληθινό έργο τέχνης που αγόρασε από τη Χιό και που είχε κεντίδια στο φόντο και πλουμιά ενώ στο κέντρο κάτι πουλιά από φίλντισι.
Το μαντολίνο όμως μιας απλής και άσημης Μαρίας ήταν εντελώς άχρηστο στα χέρια της αφού ιδέα δεν είχε από νότες και μουσική και στο χωριό δεν ήταν κανείς που θα μπορούσε να την διδάξει. Γι’ αυτόν τον λόγο ο πατέρας της αναγκάστηκε να τη στείλει στην πόλη για έναν ολόκληρο μήνα σε μια πλούσια εξαδέλφη του χήρα μεν και άκληρη, αλλά τόσο καλόκαρδη και καλλιεργημένη, που στα γεράματα είχε τάξει σκοπό της ζωής της να μαζεύει κορίτσια από όλα τα μέρη του νησιού και να τους μαθαίνει ανάλογα με τις δυνατότητες και το ταλέντο τους μουσική, ζωγραφική, γαλλικά, ραπτική ή έστω τη νοικοκυροσύνη.
Στο μήνα πάνω η κοπέλα που όπως αποδείχτηκε είχε μουσικό αυτί έμαθε να παίζει ολόσωστα τη «Σαμιώτισσα» που την είχε στο εξής σαν Εθνικό Ύμνο και άλλα πολλά τραγουδάκια της εποχής.
Η φοίτηση ολοκληρώθηκε σύντομα, αλλά όχι και η σχέση της με το μαντολίνο όπως θα περίμενε κανείς. Εκείνο το τόσο μικρό διάστημα ήτανε αρκετό για ν’ αναπτυχθεί μεταξύ τους ένας δεσμός που κράτησε για πολλά χρόνια κι έγινε ακόμα πιο στενός όταν στη ζωή της μπήκε και το ραδιόφωνο. Τούτο το θαυμαστό κουτί ήταν που στάθηκε στην πραγματικότητα ο αληθινός της δάσκαλος. Γι’ αυτό γονάτιζε με δέος μπροστά του με τις ώρες και παρακολουθούσε τα κομμάτια που της άρεσαν διαλέγοντας τα ευκολότερα και τα πιο προσιτά στις φτωχές της τις γνώσεις. Τ’ άκουγε ξανά και ξανά με προσοχή μεγάλη κι όταν πια ένιωθε σίγουρη για τον εαυτό της, με ατσάλινο πείσμα κι εξαντλητικό παίδεμα των δακτύλων και της ψυχής της, τα μετέφερε και στα τέλια.
Αυτή της η ικανότητα καθώς και η επιδεξιότητα που ανέπτυξε με τον καιρό, άνοιξε καινούργια μονοπάτια στη ζωή της. Το γεγονός ότι μ’ ένα χάιδεμα των χορδών μπορούσε να σκορπά την ευθυμία και να ξυπνά ευαισθησίες και νταλκάδες, την έκαναν με τον καιρό περιζήτητη στις παρέες και ιδιαίτερα αγαπητή στις ρομαντικές ψυχές που ανάσκελα στην αμμουδιά τα καλοκαίρια μετρούσαν τ’ άστρα, έλιωναν κάτω από τις φεγγαροβραδιές και με αφορμή περιπάτους και βαρκάδες αντάμωναν δίνοντας αιώνιους όρκους αγάπης.
Η μοναδική φορά που βρήκε κακό μπελά με το μαντολίνο της και βλαστήμηξε την ώρα και τη στιγμή που το πήρε μαζί της, ήταν όταν σε κάποιο πανηγύρι που είχε τολμήσει να παίξει δημόσια, αλλά για τη συντροφιά της και μόνο, ένας μεθυσμένος είχε έρθει τρεκλίζοντας μπροστά της και σαλιώνοντας ένα χαρτονόμισμα, της το κόλλησε στο μέτωπο απαιτώντας ορθά κοφτά «Παίξε μου δεσποινίς την Μπεμπεκούλα…» προς μεγάλη χαρά βεβαίως των φίλων της που έσπευσαν, πριν εκείνη προλάβει καν να αντιδράσει, να εξαργυρώσουν την «παραγγελιά» με αντάλλαγμα μεζέδες και κρασί…
Πόσο είχε ντραπεί τότε… Γιατί κι άλλοι πολλοί σηκώθηκαν ζητώντας ομοίως κι άλλα σουξέ. Τι πανικός… Ζαλίστηκε η δύστυχη. Τα έχασε κι έγινε ρεζίλι αφού επαγγελματίας δεν ήτανε, όλα τα τραγούδια δεν τα ήξερε και φοβήθηκε μήπως ξεσπάσει και κανένας καυγάς εξ αιτίας της. Παρ’ όλη την ταραχή και το φόβο της πάντως κατάφερε ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία της. Έπαιξε σ’ εκείνη τη γιορτή σαν κανονικός οργανοπαίχτης ενώ ο πιο θαρραλέος της παρέας μάζευε τη χαρτούρα και φόρτωνε το τραπέζι… Η βραδιά κύλησε ωραία και χαρτζιλίκι έμεινε. Το πάθημα όμως της έγινε μάθημα κι εκείνη στο εξής περισσότερο προσεκτική. Έτσι δεν έπαιζε παρά σπάνια μόνο σε στενό φιλικό κύκλο και συχνότερα για τον εαυτό της μονάχα. Το μαντολίνο ύστερα παραμελήθηκε και για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε καταχωνιασμένο άγνωστο που. Βαρκάδες και φεγγαράδες είχαν γίνει πια παρελθόν και οι παρέες διαλύθηκαν καθώς άλλοι από τους όρκους της αγάπης λησμονήθηκαν και άλλοι τηρήθηκαν κατά γράμμα. Είχε στηθεί άλλωστε και μια οικογένεια με τρεις διαβόλους που χρειάζονταν ντάντεμα και ροκάνιζαν τον ελεύθερο χρόνο της μέρα και νύχτα… Παράξενα δωράκια δεν ξαναήρθαν στα χέρια της αφού τα ταξίδια του πατέρα σταμάτησαν οριστικά. Όσα είχαν μείνει ακέραια πάντως στο πέρασμα του χρόνου φυλάχτηκαν κι αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Στο κομμάτι από το αντίσκηνο για παράδειγμα έριξε γαλάζια και κόκκινα σχέδια και το μετέτρεψε σε τραπεζομάντιλο. Με το ύφασμα του αλεξίπτωτου που ήτανε από φίνο μετάξι έφτιαξε μια φούστα, η βελονοθήκη παραμένει μέχρι σήμερα στο καλάθι της ραπτικής κι όλα τα υπόλοιπα βρήκαν μια θέση περίοπτη στο εικονοστάσι, στο μπουφέ ή στη βιβλιοθήκη…
Η ιδέα πάντως να ξετρυπώσει το μαντολίνο εκείνα τα Χριστούγεννα δεν δημιούργησε απορίες σε κανέναν. Ίσως και να θεωρήσαμε φυσική και οφειλόμενη την αποκάλυψη του μυστικού εκείνης της τόσο σπάνιας και κρυφής μελωδίας που ακούγαμε κάπου κάπου χωρίς να μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν ήτανε του ονείρου ή της πραγματικότητας.
Πως μπορεί να ήταν δώρο γιορτινό ούτε πέρασε καν από το μυαλό μας. Το πήραμε στα χέρια μας εντυπωσιασμένοι από τα φιλντισένια πουλιά κι εκείνες τις χορδές που όταν τις άγγιζες έβγαζαν ήχους. Πόσο διαφορετικό ήτανε από τις τενεκεδένιες κιθάρες που αγοράζαμε από το μπακάλικο… Το περιεργαστήκαμε με τις ώρες , με τις μέρες, γεμάτοι απορία και κατάπληξη αφού κανένας μας δεν κατείχε το παραμικρό για τις μελωδίες, δεν σκάμπαζε γρυ από μουσικά όργανα και δεν ήξερε φυσικά με αυτό τι θα μπορούσε να κάνει...
Οι δισταγμοί όμως δεν κράτησαν και πολύ. Στο αμέσως επόμενο διάστημα προχωρήσαμε κατευθείαν και στην πράξη. Το πρώτο άσμα που τραγουδήσαμε καθισμένοι αράδα στα καρεκλάκια μας, χτυπώντας μάλιστα ρυθμικά το πόδι όπως ακριβώς οι μπουζουξήδες, ήταν το «Σε μια ρώγα από σταφύλι κάθισαν οκτώ σπουργίτες…» εξ αιτίας του αναγνωστικού και της ομοιότητας που βρίσκαμε ανάμεσα στα πετούμενα του μαντολίνου και του βιβλίου. Ύστερα «εκτελέσαμε» την «Αρχιμηνιά» καθώς και αρκετά από τα σουξέ της εποχής που ακούγονταν στο θερινό σινεμά λίγο πριν από την προβολή της ταινίας και κάμποσα ακόμα που βρίσκαμε μέσα στις τσίκλες ή στα φύλλα του ημερολόγιου. Τραγουδούσαμε… τραγουδούσαμε και τα τραγούδια σωμό δεν είχαν… Κι έτσι εκείνο το Δωδεκάμερο πέρασε τόσο ευχάριστα όσο κανένα άλλο της ζωής μας.
Η ιστορία όμως δεν σταματά εδώ.
Οι βανδαλισμοί συνεχίστηκαν. Το μαντολίνο κακοπάθησε στα χέρια μας. Τράβηξε του λιναριού τα πάθη. Εκτός από μουσικό όργανο χρησίμευσε κατά διαστήματα και σαν ρόπαλο, σαν σκαμνάκι, σαν άλογο... Όπως ήταν φυσικό κι επόμενο δεν άντεξε και πολύ. Οι χορδές του λιγόστεψαν, οι ζωγραφιές ξεθώριασαν, τα πλουμίδια του μάδησαν, η φωνή του βράχνιασε… Το μόνο που έμεινε στη θέση του ήταν το φίλντισι, στα σώματα των πουλιών και στα ράμφη…
Προσπάθειες διάσωσης έστω και σε αυτή την κατάσταση έγιναν πολλές μα δίχως αποτέλεσμα. Είχαν εξαντληθεί άλλωστε οι κρυψώνες κι εδώ που τα λέμε όταν οι διάβολοι μετατρέπονταν σε συγκρότημα κι επιδίδονταν μάλιστα και σε ορχηστρικές ασκήσεις, εξασφαλίζονταν ένα άλλο είδος ηρεμίας στο σπίτι, αφού ο καθείς είχε κατά κάποιο τρόπο το κεφάλι του ήσυχο και γλίτωνε και τον κόπο να τριγυρνά να τους περιμαζέψει από τους δρόμους, το λιμάνι και τα ψαρολογήματα… Ευτυχώς που ο παππούς είχε χαθεί πια στους δικούς του κόσμους και δεν πικραίνονταν παρά μονάχα όταν θυμότανε ιστορίες της πρώτης του νιότης…
Οι ανοχές και οι αντοχές όμως έχουν και κάποιο όριο. Κι όταν στο παιχνίδι αρχίζουν να μπαίνουν και οι ενοχές τα πράγματα παίρνουν άλλη διάσταση.
Η μάνα μας άντεξε με περίσσιο ηρωισμό – είναι αλήθεια- τον διαμελισμό του αγαπημένου της μαντολίνου που πραγματοποιούνταν άλλωστε μπροστά στα μάτια της. Δεν πήγαινε όμως άλλο. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν η φθορά άρχισε ν’ αγγίζει την καταστροφή κι εκείνη αναγνώρισε επιτέλους σαν ηθικό αυτουργό τον εαυτό της. Έτσι με πόνο ψυχής, μια μέρα που η αγανάκτηση την έπνιξε, το δώρισε στον πρώτο επισκέπτη που μπήκε στο σπίτι μας και που το θαύμασε, ερείπιο πια, για την πάλαι ποτέ κομψότητα και την απαράμιλλη τέχνη που μαρτυρούσαν τα εναπομείναντα ίχνη της διακόσμησής του.
Από τότε δεν την ακούσαμε ποτέ πια να παίζει. Με τι όργανο άλλωστε; Διηγείται όμως συχνά πολλά περιστατικά που είχαν συμβεί εξ αιτίας του. Ιδιαίτερα εκείνο το περιβόητο με την παραγγελιά. Γελάει με την τόλμη της και με το πάθημά της. Θυμάται… Πόσα θυμάται… Αυτά που ξεστομίζει και ίσως κι άλλα πολλά που έχει κρατήσει ίσως μυστικά βαθιά στην καρδιά της. Καντάδες, ταξίμια και νταλκάδες με ολοφάνερη και γλυκιά νοσταλγία.
Δεν μας είπε ποτέ αν ήταν το μαντολίνο ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο, δεν μας εξήγησε καν πως αποφάσισε να μας παραδώσει ένα τόσο πολύτιμο πράγμα. Ούτε κι εμείς βέβαια τη ρωτήσαμε. Ίσως επειδή ξέρουμε πως τότε οι άνθρωποι είχαν διαφορετική αντίληψη γι’ αυτά κι ίσως ακόμα επειδή ενδόμυχα παραδεχόμαστε πως το χάρισμα δεν έχει ημερομηνία, παρά μόνο στιγμή. Κι ας είναι αυτή όποτε νάναι....