Αυτά τα κείμενα γράφτηκαν τα τελευταία δύο χρόνια έπειτα από τα περπατήματά μου στην πόλη μας.
Μερικά από τα πολλά που γράφτηκαν τα οποία θέλησα να μοιραστώ μαζί σας, ίσως γιατί ένιωσα πως κάπως θα ενώσουμε τις ζωές μας τούτη την "χαμένη διετία". Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας....
«Αρχαιολογία» των νεκρών
Η αρχαιολογία του… θανάτου καταπιάνεται με τους νεκρούς τους καταφρονεμένους, τους αζήτητους. Με τις ατιμωτικές ταφές, τους ταπεινωμένους νεκρούς. Κάποια απογεύματα επισκέπτομαι το νεκροταφείο της πόλης μου. Περπατώ μες την σιγή ανάμεσα σε φρέσκα μνήματα και παλιούς θρήνους. Έχει κάτι ηδονοβλεπτικό να διαβάζεις τις συνόψεις των ζωών. Δυό ημερομηνίες όλο κι όλο κι ανάμεσα όσοι γνωρίζαν το… ανάμεσα. Κι εγώ να στέκομαι μπροστά στις ημερομηνίες που είναι τόσο κοντινές. Σ` αυτούς που ζήσαν τόσο λίγο. Μα άραγε μετριέται τούτο με τα χρόνια; σκέφτομαι. Ίσως εκεί, στις ημερομηνίες που είναι μακρινές η μία από την άλλη, να κρύβεται ζωή λιγότερη, φτωχότερη, ξοδεμένη άσκοπα.
Περπατώ κοιτώντας τις φωτογραφίες τους. Γυναίκες, άντρες, παιδιά αμούστακα, δροσερές κοπέλες. Κάποτε οικογένειες ολάκερες σε ταφικά μνημεία επιδεικτικά, βαλμένα στο επίκεντρο. Κι από κάτω πάντα τα ίδια ασπρισμένα οστά. Τι σπατάλη υλικών και χώρου!
Στην αρχαιότητα είχαν τους εξόριστους νεκρούς. Τους παρίες, τους απόκληρους, παιδιά που δεν τα θέλανε, τους προδότες. Πίστευαν πώς κάποιοι απ` αυτούς θα επιστρέφανε στον κόσμο ως πνεύματα μνησίκακα, ζητώντας δικαίωση. Συχνά τους θάβαν σε πηγάδια, μήπως και τους ξορκίσουν. Πάντα έξω από τα σύνορα της πόλης.
Περνώ από τα μνήματα χωρίς ονόματα. Δεν έχουμε πηγάδια σήμερα για τους αζήτητους. Γι` αυτούς που ξέβρασε η θάλασσα, αφού έπαιξε χαιρέκακα με τις ελπίδες τους. Αυτούς με αριθμούς τους θάβουμε, χωρίς χρονολογίες. Ίσως βρεθεί κάποιος να τους αναζητήσει, το πιο πιθανό είναι πως όχι. Δεν έχει ονόματα σ` αυτούς τους τάφους, δεν έχει ημερομηνίες κοντινές ή μακρινές. Εδώ η φροντίδα ήταν βιαστική, αποστειρωμένη, κάτι για να τελειώνουμε με το ανώνυμο το σώμα. Η λέξη κηδεία προέρχεται από το κήδος, την φροντίδα για το νεκρό σώμα.
Η δημόσια τοπογραφία πάντα περιλαμβάνει ταφικά μνημεία. Οι νεκροί παραδίδονται στη συλλογική μνήμη. Το μνημείο είναι η μνήμη. Ο τάφος είναι η μνήμη. Οι κοντινές ή μακρινές ημερομηνίες είναι η μνήμη. Τα καθαρά μάρμαρα είναι η μνήμη. Τα αναμμένα καντήλια και τα λουλούδια είναι η μνήμη.
Για όσους υπάρχουν αυτοί που θα το κάνουν. Εκτός από εκείνους που δεν τους αναζήτησε κανείς. Και η συλλογική μνήμη θέλησε εξαρχής να τους ξεχάσει. Δεν είχε άλλο τρόπο να αναμετρηθεί με τόσο θάνατο άδικο, στα υδάτινα σύνορά της. Είναι κι η λήθη ένας τρόπος επιβίωσης. Το να ξεχνάς ότι στις θάλασσές σου πνίγηκαν τόσες προσδοκίες.
Την θέλουμε την θάλασσα ανέμελη. Ολάκερους χειμώνες αυτό μας κρατά. Η ανεμελιά των λίγων μηνών. Δεν γίνεται να τους φορτώσουμε με τόσο θάνατο τους θερινούς μας μήνες. Πώς θα περάσουν οι επόμενοι χειμώνες;
Και κάπως έτσι τους ξεχνούμε τους ανώνυμους νεκρούς. Κάποτε, για λίγο, μας ψιθυρίζουν πως παραλίγο να φτάσουνε στα χώματά μας, αφού τα δικά τους τους διώξανε. «Ούτε κι εδώ» τους λέμε κουνώντας το δάχτυλο. «Ούτε κι εδώ είναι δικά σας». «Ίσως παρακάτω» ψιθυρίζουν. «Ούτε πιο κάτω» λέμε εμείς. «Η πίσω ή πουθενά». «Μα πίσω είναι ο όλεθρος» ψιθυρίζουν. «Κι εδώ ο θάνατος. Αποφασίστε» απαντάμε.
Κι εκείνοι αποφασίζουν να γυρίσουν. Μνησίκακα πνεύματα νεκρών αδικαίωτων. Δεν λούστηκαν αυτά τα σώματα, δεν βγήκαν από το σπίτι, δεν θρηνήθηκαν, δεν τα θυμάται κανένας μας. Κι έτσι αποφασίσαν να στοιχειώσουν. Πάντα έτσι συμβαίνει με τους νεκρούς τους αδικαίωτους. Πρέπει να βρουν κάπου παρηγοριά. Αφού την αρνηθήκαμε, θα μας στοιχειώσει…