“Ο συλλογικός σκηνοθέτης των μικρών τόπων”
Η ιδιωτικότητα καταργείται στους μικρούς τόπους. Ακόμη και στα μιμούμενα τα αστικά περιβάλλοντα οικιστικά σύνολα όπως η πόλη μου.
Που απαρνείται, δια των κατοίκων της, κάθε υπόνοια επαρχιωτισμού, μιμούμενη μια υβριδική αστικότητα που την αδικεί και την πνίγει στην υποκρισία της. Να θέλεις να φύγεις από την περιχαράκωση του χωριού, αρνούμενος την αυθεντικότητα της εγγύτητας με όλα τα βάρη που αυτή συνεπάγεται αλλά και την αλήθεια των σχέσεών της. Να μην θες να σε ξέρουν στο χωριό αλλά να μην είσαι και αναγνωρίσιμος στην πόλη. Να μην θες να είσαι ο πρώτος του χωριού αλλά να αγνοείς πώς να γίνεις ο πρωτεύων της πόλης, ειδικά σε μια πόλη που δεν θέλει να γίνει αστική βαβέλ, δεν θέλει να εφεύρει όρους επωνυμίας και ανωνυμίας παροδικής και εφήμερης όπως οι πραγματικές πόλεις.
Σε αυτό τον τεχνητό χώρο ημι-αστικότητας και άρνησης των μικρών μεγεθών κανείς δεν ξέρει στην πραγματικότητα πώς να διαχειριστεί το μεγάλο. Κατά βάθος το απεχθάνεται αυτό το μεγάλο. Το απρόσωπο, το ανοίκειο, το αφιλόξενο. Αλλά βολεύεται κανείς στους αστικούς μύθους, κυρίως τους αδημιούργητους. Του δίνει μια αίσθηση ανωτερότητας η διαψευσμένη επιθυμία παλαιότερων γενεών που έμαθαν να μετρούν την επιτυχία με την κατοχή διαμερισμάτων σε άμορφες και άσχημες πολυκατοικίες, στην απόσταση από τον γενέθλιο τόπο που ευνοεί τις ατομικές μυθολογίες- ειδικά αυτές που κατασκευάζονται από τους ίδιους τους αυτό-μυθολογούμενους- στην ανωνυμία που κρύβει τις συντριβές της καθημερινότητας, ακόμη περισσότερο μιας ολάκερης ζωής.
Είναι εύκολο να κρύβεις την συντριβή σου στα πολυπρόσωπα πεζοδρόμια, στις απρόσωπες πλατείες και στις αποπροσωποιημένες σχέσεις. Ναι, εκεί μπορείς να είσαι όποιος θέλεις, για όσο θέλεις, με όποιον τρόπο θέλεις. Το πάλκο της μεγάλης πόλης αφήνει χώρο, έστω στις πιο απόμερες γωνιές του, στους κομπάρσους να προβάρουν λόγια των πρωταγωνιστών, να σταθούν στον ίσκιο τους και να υποδυθούν όσα δεν θα γίνουν ποτέ. Μα δοκίμασε να το κάνεις αυτό σε μια μικρή πόλη, σε ένα όμορφο παραθαλάσσιο χωριό που αρνείται τον εαυτό του, δοκίμασε να πεις τα λόγια άλλων, προβάρισέ τα αμέτρητες φορές. Δεν θα τα καταφέρεις.
Ο σκηνοθέτης στους μικρούς τόπους είναι ο πιο σκληρός ενορχηστρωτής της κοινωνικής παράστασης που θέλει τους ρόλους διακριτούς, σαφείς, δεν επιτρέπει τερτίπια, δεν θα αφήσει τον υποβολέα να βγει από την σκοτεινή γωνιά του, δεν θα του επιτρέψει να διώξει τον πρωταγωνιστή. Όχι ο σκηνοθέτης έχει μοιράσει τους ρόλους κι αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να αποθαρρύνει κάθε αυτοσχεδιασμό.
Μα, θα `χεις τουλάχιστον τούτο. Ένα όνομα που θα σε ακολουθεί σε κάθε βήμα σου. Θα σε ακολουθεί στο πρωινό περπάτημα όταν αγουροξυπνημένος δεν θες να καλημερίσεις κανέναν και καταλήγεις να καλημερίζεις ακόμη και αγνώστους. Θα σε ακολουθεί στην δουλειά σου, τις μέρες που κατάκοπος από τις έννοιες και τα προβλήματα, εύχεσαι να μην σου ζητήσουν κάτι δύσκολο, να μην βρεθείς στην θέση να πεις κάτι δυσάρεστο σε ανθρώπους που ξέρεις. Μα πώς να το κάνεις στον άνθρωπο που στέκεται απέναντί σου, στενάχωρος, ηττημένος, αναθαρρώντας που βλέπει ένα πρόσωπο φιλικό, ελπίζοντας ότι αυτό αρκεί για να άρει την δυσάρεστη είδηση που, όσο κι αν θες να την καθυστερήσεις, θα γίνεις ο άγγελος – εξάγγελός της;
Δεν έχει τείχη ο μικρός τόπος. Δεν μπορείς να κρυφτείς πίσω από ανώνυμα γκισέ κακών ειδήσεων, από τυποποιημένα τηλεφωνήματα άγνωστων φωνών που παίρνουν ποσοστά για κάθε καταστροφική είδηση που μεταφέρουν σε εξίσου άγνωστες φωνές που βρίσκουν το κουράγιο να σηκώσουν το τηλέφωνο, ξέροντας πως κλείνοντάς το, το βήμα τους θα γίνει ακόμα πιο βαρύ.
Θα `θελες αυτές τις ώρες να γίνεις κι εσύ το γρανάζι μιας αόρατης μηχανής κιμά που συνθλίβει ανθρώπινα κόκκαλα, μαζί και τις προσδοκίες τους, μιας κρεατομηχανής που σφάζει οριζόντια, που αγαπά τα στατιστικά δελτία αλλά όχι τους ανθρώπους. Θα θελες να τρυπώσεις σε μια από αυτές τις τροχαλίες που γυρίζουν-γυρίζουν-γυρίζουν μέχρι να ξεχάσουν γιατί το κάνουν, γιατί αυτός ο αέναος κύκλος τους αναπαράγει τελικά τον εαυτό του χωρίς να οδηγεί πουθενά. Ναι, εκεί θα ένιωθες μια κάποια ασφάλεια, θα αποτίναζες από πάνω σου το βάρος της ενοχής που δεν σου αναλογεί, την απέχθεια για τον ίδιο σου τον εαυτό που έγινε άγγελος κακών.
Στους μικρούς τόπους θα έπρεπε οι άνθρωποι να φέρνουν χαμπέρια χαράς. Μόνο. Είναι έτσι πλασμένοι οι μικροί τόποι. Στις θλίψεις είναι βουβοί. Άπαξ και τους αναγκάσεις να μιλήσουν, αλλάζει το ριζικό τους, αυτή η ιδιοσυστασία της συλλογικής μνήμης που θέλει να μετρά τα ευτυχή συναπαντήματα. Μα στα ανταμώματα του θρήνου τα μάτια μόνο μιλούν, όχι τα χείλη. Τα χείλη σφραγίζονται με το βουλοκέρι της συμπόνιας. Κάπως έτσι μοιράζεται η λύπη στους μικρούς τόπους. Βουβά, άηχα, με μια σοφή υποταγή στην ειμαρμένη.
Όχι δεν έχεις το δικαίωμα της μοναξιάς στους δημόσιους χώρους των μικρών τόπων. Ούτε καν την υποχρέωση της παρουσίας. Η ταυτότητά σου προηγείται της μορφής σου, υπάρχει πριν από σένα, και θα υπάρχει μετά από σένα. Ο σκηνοθέτης έχει φροντίσει. Το έργο παίζεται αιώνες τώρα με μια επαναληπτικότητα καθησυχαστική, ισοπεδωτική, συντριπτική. Ποιος είσαι εσύ που θ` αλλάξεις τα λόγια τόσων και τόσων γενεών, τόσων και τόσων ανθρώπων, τόσων και τόσων νεκρών; Δεν είσαι. Μα είσαι τόσο πολύ!